Οι Σύνδεσμοι
Οι σύνδεσμοι (konjunkcioj) είναι αναντικατάστατες λέξεις που ενώνουν λέξεις, φράσεις ή προτάσεις. Στην Εσπεράντο, οι σύνδεσμοι έχουν σταθερές και σαφείς σημασίες και προηγούνται πάντα της λέξης ή πρότασης την οποία εισάγουν ή συνδέουν.
Andreas Zervas
1 min read


Οι σύνδεσμοι (konjunkcioj) είναι αναντικατάστατες λέξεις που ενώνουν λέξεις, φράσεις ή προτάσεις. Στην Εσπεράντο, οι σύνδεσμοι έχουν σταθερές και σαφείς σημασίες και προηγούνται πάντα της λέξης ή πρότασης την οποία εισάγουν ή συνδέουν.
Είδη Σύνδεσης
Η σύνδεση ανάμεσα στα στοιχεία που ενώνονται μπορεί να είναι ισότιμη ή εξαρτημένη. Κάποιοι σύνδεσμοι λειτουργούν και με τις δύο περιπτώσεις.
Ισότιμη σύνδεση
Αυτοί οι σύνδεσμοι (konjukcioj) χρησιμοποιούνται για να ενώσουν μέρη μιας πρότασης ή δύο προτάσεις με ίση γραμματική αξία. Στην ομάδα περιλαμβάνονται:
kaj = και (συμπλεκτικός) Χρησιμοποιείται για πρόσθεση ή συνένωση στοιχείων.
aŭ = ή (διαχωριστικός) Χρησιμοποιείται για επιλογή μεταξύ δύο ή περισσότερων δυνατοτήτων ή ότι είναι αβέβαιο ποιά από αυτές είναι έγκυρη.
sed = αλλά (αντιθετικός) Χρησιμοποιείται για αντίθεση μεταξύ δύο ιδεών.
plus = συν Χρησιμοποιείται κυρίως σε αριθμητικές εκφράσεις.
minus = πλην Όπως και το “plus”, χρησιμοποιείται κυρίως σε αριθμητικές εκφράσεις.
Παραδείγματα:
Mi legis libron kaj skribis notojn. Διάβασα ένα βιβλίο και έγραψα σημειώσεις.
Ŝi estas bela kaj inteligenta. Είναι όμορφη και έξυπνη.
Petro aŭ Karlo laboras. Ο Πέτρος ή ο Κάρλος δουλεύουν.
Ni povas manĝi viandaĵon aŭ fiŝaĵon. Kion vi preferas? Μπορούμε να φάμε κρεατικό ή ψάρι. Τι προτιμάς;
Li amas min, sed mi lin ne amas. Αυτός με αγαπά, αλλά εγώ δεν τον αγαπώ.
Mi volis lin bati, sed li forkuris de mi. Ήθελα να τον χτυπήσω, αλλά αυτός έτρεξε μακριά μου.
Ĝi kostas dek eŭrojn plus kvindek cendojn. Κοστίζει δέκα ευρώ συν πενήντα λεπτά.
Necesas sperto plus zorgemo. Απαιτείται εμπειρία συν φροντίδα.
Mi pagos al vi 1000 eŭrojn minus la 100 eŭrojn, kiujn vi ŝuldas al mi. Θα σου πληρώσω 1000 ευρώ μείον τα 100 ευρώ που μου χρωστάς.
Εξαρτημένη Σύνδεση
Οι σύνδεσμοι εξαρτημένης σύνδεσης (subjukcioj) είναι:
almenaŭ = τουλάχιστον
apenaŭ = μόλις, μετά βίας
ĉar = επειδή
ĉu = μήπως / αν (σε ερωτηματικές δευτερεύουσες προτάσεις ή διλήμματα)
do = οπότε (συμπερασματικός)
dum = ενώ (αντιθετικός)
ĵus = μόλις (χρονικός)
ke = ότι, ώστε (εισαγωγή δευτερευουσών προτάσεων)
kvankam = αν και, μολονότι (αντιθετικός)
kvazaŭ = σαν να
nu = λοιπόν (συμπερασματικός)
ol= ή (επιλογή)
preskaŭ = σχεδόν
tamen = ωστόσο (αντιθετικός)
se = αν (υπόθεση)
almenaŭ
Η λέξη almenaŭ σημαίνει τουλάχιστον. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα ελάχιστο όριο, κάτι που είναι το λιγότερο αναμενόμενο, αποδεκτό ή επιθυμητό.
Mi volas almenaŭ unu tagon da ripozo. Θέλω τουλάχιστον μία μέρα ξεκούρασης.
Li ne scias ĉion, sed almenaŭ li provas. Δεν ξέρει τα πάντα, αλλά τουλάχιστον προσπαθεί.
apenaŭ
Η λέξη apenaŭ σημαίνει με το ζόρι, μόλις και μετά βίας, σχεδόν καθόλου. Δείχνει ότι κάτι έγινε σε πολύ μικρό βαθμό ή με δυσκολία.
Li apenaŭ povis paroli post la kurado. Με το ζόρι μπορούσε να μιλήσει μετά το τρέξιμο.
Mi apenaŭ vidis vin en la homamaso. Μόλις και μετά βίας σε είδα στο πλήθος.
ĉar
Η λέξη ĉar σημαίνει "επειδή, διότι, λόγω του ότι". Χρησιμοποιείται για να εισάγει μια φράση που δείχνει αιτία ή κίνητρο.
Li estas mia onklo, ĉar mia patro estas lia frato. Αυτός είναι ο θείος μου, επειδή ο πατέρας μου είναι αδελφός του.
Mi iras al la kuracisto, ĉar mi estas malsana. Πάω στο γιατρό επειδή είμαι άρρωστος.
do
Η λέξη do σημαίνει οπότε, λοιπόν, άρα, έτσι λοιπόν. Χρησιμοποιείται για να δείξει συμπέρασμα, λογική συνέχεια ή μετάβαση σε νέο στάδιο του λόγου.:
Do, ni iru al kinejo. Οπότε, πάμε σινεμά.
Vi finis la laboron, do vi povas ripozi. Τελείωσες τη δουλειά, άρα μπορείς να ξεκουραστείς.
Li ne respondis, do mi foriris. Δεν απάντησε, λοιπόν έφυγα.
dum
Η λέξη dum σημαίνει κατά τη διάρκεια, ενώ, όσο. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει ταυτόχρονη χρονική διάρκεια ανάμεσα σε δύο ενέργειες ή καταστάσεις.
Ŝi skribas dum li legas. Εκείνη γράφει ενώ εκείνος διαβάζει.
Mi legis libron dum ŝi kuiris. Διάβαζα βιβλίο ενώ εκείνη μαγείρευε.
Ni restis silente dum la prelego. Μείναμε σιωπηλοί κατά τη διάρκεια της διάλεξης.
ĵus
Η λέξη ĵus σημαίνει μόλις τώρα, πριν λίγο. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι συνέβη ακριβώς πριν τη στιγμή της ομιλίας.
Ŝi ĵus alvenis hejmen. Αυτή μόλις τώρα έφτασε στο σπίτι.
Mi ĵus finis mian laboron. Μόλις τώρα τελείωσα τη δουλειά μου.
ke
Η λέξη ke σημαίνει ότι, ώστε (δευτερεύουσες προτάσεις). Χρησιμοποιείται για να συνδέσει την δευτερεύουσα πρόταση στην κύρια.
Vi vidas, ke mi manĝas. Εσύ βλέπεις ότι εγώ τρώω.
Mi deziras, ke vi sukcesu. Επιθυμώ να πετύχεις
kvankam
Η λέξη kvankam σημαίνει αν και, μολονότι, παρόλο που. Χρησιμοποιείται για να εισάγει μια δευτερεύουσα πρόταση που εκφράζει αντίθεση ή περιορισμό σε σχέση με την κύρια πρόταση.
Mi iris al la renkontiĝo, kvankam mi estis laca. Πήγα στη συνάντηση, αν και ήμουν κουρασμένος.
Kvankam li estas juna, li jam laboras profesie. Παρόλο που είναι νέος, ήδη εργάζεται επαγγελματικά.
kvazaŭ
Η λέξη kvazaŭ σημαίνει σαν να, λες και, δήθεν. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει παρομοίωση, φανταστική κατάσταση ή προσποίηση.
Li aspektas kvazaŭ li ne dormis la tutan nokton. Φαίνεται λες και δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ.
Ŝi ridis, kvazaŭ nenio okazus. Αυτή γέλασε, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
nu
Η λέξη nu σημαίνει λοιπόν λοιπόν, ε, λοιπόν, έλα τώρα, ανάλογα με τον τόνο. Χρησιμοποιείται για να δείξει αρχή σκέψης, ήπια ενθάρρυνση, εκπληξη ή ήπια δυσαρέσκεια.
Nu, estas tempo por iri. Λοιπόν, ήρθε η ώρα να φύγουμε.
Nu, ni komencu la laboron! Λοιπόν, ας αρχίσουμε τη δουλειά!
Nu, tio estas vere interesa! Ε, λοιπόν, αυτό είναι πραγματικά ενδιαφέρον!
ol
Η λέξη ol σημαίνει παρά ή από και χρησιμοποιείται σε συγκριτικές προτάσεις, μετά από επίθετα ή επιρρήματα σε -a aŭ -e, για να δείξει ποιος υπερέχει.
Ŝi estas pli alta ol mi. Αυτή είναι πιο ψηλή από εμένα.
Mi preferas teon ol kafon. Προτιμώ το τσάι παρά τον καφέ.
preskaŭ
Η λέξη preskaŭ σημαίνει σχεδόν. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι παραλίγο να συμβεί ή ότι είναι κοντά στην ολοκλήρωση ή στην πραγματοποίηση.
Mi preskaŭ forgesis vian naskiĝtagon! Σχεδόν ξέχασα τα γενέθλιά σου!
Li preskaŭ falis de la seĝo. Παραλίγο να πέσει από την καρέκλα.
tamen
Η λέξη tamen σημαίνει ωστόσο, όμως, παρ' όλα αυτά, εντούτοις. Χρησιμοποιείται για να δείξει αντίθεση ή έκπληξη σε σχέση με κάτι που ειπώθηκε πριν.
Estis malvarme, tamen ni iris naĝi. Έκανε κρύο, όμως πήγαμε για κολύμπι.
Ŝi estas laca, tamen ŝi daŭrigas labori. Είναι κουρασμένη, παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να εργάζεται.
se
Η λέξη se σημαίνει αν και εισάγει υποθετικές προτάσεις. Δείχνει μια κατάσταση που μπορεί να συμβεί ή όχι, αναλόγως με κάποιον όρο ή προϋπόθεση.
Mi venos, se mi havas tempon. Θα έρθω, αν έχω χρόνο.
Se vi lernas ĉiutage, vi rapide progresos. Αν μελετάς καθημερινά, θα προοδεύσεις γρήγορα.
Σύνδεσμοι και ελλειπτικές προτάσεις
Μερικοί σύνδεσμοι, όπως το kiel, μπορεί να μοιάζουν με προθέσεις, ιδίως όταν ακολουθούνται από ονοματικές φράσεις χωρίς ρήμα. Όμως, σε αντίθεση με τις προθέσεις, μπορούν να συντάσσονται με φράσεις σε αιτιατική όταν η ελλείπουσα πρόταση το απαιτεί.
🔍 Διαφορά στη σημασία με και χωρίς ελλειπτική ρήματικη φράση:
Li traktis min kiel (li traktus) princon. → Μου φέρθηκε σαν (θα φερόταν σε) πρίγκιπα.
Li traktis min kiel princo (traktus min). → Μου φέρθηκε όπως θα μου φερόταν ένας πρίγκιπας.
Στα δύο παραπάνω παραδείγματα: στο μεν πρώτο ο πρίγκιπας είναι αυτός που μιλάει (αντικείμενο της πρότασης), ενώ στο δεύτερο ο άλλος (υποκείμενο της πρότασης).
Αυτή η διαφορά δείχνει τη σημασιολογική ευλυγισία ορισμένων συνδέσμων, αλλά και την ανάγκη προσεκτικής κατανόησης των συμφραζομένων.